- μακρόχειρα
- ταζωολ. γένος δεκάποδων καρκινοειδών τής οικογένειας majidae.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. macrocheira < macro- (< μακρ[ο]-*) + cheira (< χείρ)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μακρόχειρα — μακρόχειρ longarmed masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μακροχειρία — η η ιδιότητα τού μακρόχειρα … Dictionary of Greek
Νεεμίας — I (5ος αι. π.Χ.). Ισραηλίτης κυβερνήτης των Ιουδαίων μετά την επιστροφή τους από την αιχμαλωσία της Βαβυλώνας. Μερίμνησε για την ανέγερση των τειχών της Ιερουσαλήμ και μεταρρύθμισε την εκεί ιουδαϊκή κοινότητα. Στην Ιουδαία, όπου στάλθηκε ως… … Dictionary of Greek